-
1 ἑνίζω
A to be a partisan of the One, i.e. teach a monistic doctrine, Arist.Metaph. 986b21, Procl. in Prm.p.597 S.III unite,ἑαυτὸν τῷ ἐραστῷ Procl.in Alc.p.33
C.; unify,τὰς ἐμφύτους ἐννοίας Porph.Marc.10
;τὰ ὄντα Procl.Inst.13
:—[voice] Pass., Porph.Sent.11; πλῆθος -ιζόμενον reduced to unity, ib.36; τὸ -ιζόμενον, opp. τὸ ἑνίζον, Dam.Pr.13.IV [voice] Med., concentrate, Hero *Deff. 136.25.
См. также в других словарях:
ενίζω — (I) ἐνίζω (AM) [ίζω] (αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.) αρχ. τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι,… … Dictionary of Greek